κατακληρουχώ

κατακληρουχώ
κατακληρουχῶ, -έω (Α)
1. παίρνω κάτι ως μερίδιο
2. μοιράζω με άλλους κατακτηθείσα χώρα («τήν... Σικελίαν ἐπεθύμησαν κατακληρουχῆσαι», Διόδ.)
3. παραχωρώ σε κάποιον κάτι ως μερίδιό του
4. δίνω μερίδιο σε εποίκους («τοῑς αὑτοῡ στρατιώταις...Ἰταλίαν κατεκληρούχηκε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κληρουχῶ «αποκτώ ως μερίδιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακληρουχῶ — κατακληρουχέω receive as one s portion pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατακληρουχέω receive as one s portion pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”